450 ΩΡΕΣ
Aσύγχρονη τηλεκπαίδευση (423 ώρες)
Σύγχρονη τηλεκπαίδευση (27 ώρες)
Προθεσμία Υποβολής Αιτήσεων:
28/02/2022
Έναρξη Μαθημάτων:
30/01/2022
Λήξη Μαθημάτων:
02/11/2022
9 ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ
22,5 ECVET
Μικτή μάθηση
Πρόγραμμα που οδηγεί σε Πιστοποιητικό Επιμόρφωσης
Στοιχεία Επικοινωνίας: gramkediv@uniwa.gr
Το πρόγραμμα απευθύνεται σε όλους τους εκπαιδευτικούς Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, στους γονείς καθώς και σε όλους εκείνους που επιθυμούν να αποκτήσουν περισσότερες γνώσεις στο πεδίο της Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης, με έμφαση στην αξιολόγηση, διάγνωση, και παρέμβαση σε παιδιά και εφήβους με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες ή/και αναπηρίες με στόχο την βελτίωση των εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων και την προαγωγή της ψυχικής υγείας των μαθητών.
Το κόστος του σεμιναρίου είναι 160 ευρώ συνολικά και καταβάλλεται εφάπαξ.
Tο αποδεικτικό κατάθεσης αποστέλλεται στο email: gramkediv@uniwa.gr για την κατοχύρωση της συμμετοχής στο πρόγραμμα.
* Για τη λήψη του πιστοποιητικού ο επιμορφούμενος/η δεν πρέπει να έχει καμία οικονομική και ακαδημαϊκή υποχρέωση απέναντι στο Πανεπιστήμιο.
Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση (ΕΑΕ) είναι «το σύνολο των παρεχόμενων εκπαιδευτικών υπηρεσιών στους μαθητές με αναπηρία και διαπιστωμένες ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες ή στους μαθητές με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες» (Νόμος 3699/2008). Στην ενότητα αυτή θα συζητηθεί η ιστορία της Ειδικής Αγωγής, ο νόμος της Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης ατόμων με αναπηρία ή με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες (Νόμος 3699/2008), η έννοια της αναπηρίας. Θα αποσαφηνιστούν εννοιολογικά οι όροι «ενιαία εκπαίδευση», «ένταξη», «συμπερίληψη», αλλά και θα αναλυθούν θεμελιώδεις διακηρύξεις και νομοθεσίες για την ενιαία εκπαίδευση των ατόμων με αναπηρία. Με την ολοκλήρωση αυτής της ενότητας οι επιμορφούμενοι θα είναι σε θέση να γνωρίσουν την ιστορία της γέννησης της ειδικής αγωγής και τα στάδια που αυτή πέρασε, να ερμηνεύουν την έννοια της αναπηρίας, να περιγράφουν το νόμο της Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης ατόμων με αναπηρία ή με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες (Νόμος 3699/2008), να διακρίνουν τις έννοιες «ενιαία εκπαίδευση», «ένταξη», «συμπερίληψη» και να γνωρίσουν θεμελιώδεις διακηρύξεις και νομοθεσίες για την ενιαία εκπαίδευση των ατόμων με αναπηρία.
Οι μαθησιακές δυσκολίες αποτελούν δυσκολίες σύμφωνα με τις οποίες ένα άτομο δυσκολεύεται να μάθει με τον καθιερωμένο-συμβατικό τρόπο, αλλά, αντίθετα, μαθαίνει με έναν διαφορετικό τρόπο και συχνά αντιμετωπίζει πολλές προκλήσεις και δυσκολίες που παραμένουν καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Το μαθησιακό «προφίλ» των μαθητών με μαθησιακές δυσκολίες περιλαμβάνει δυσκολίες στην επεξεργασία των οπτικών και ακουστικών ερεθισμάτων, μειωμένη μνημονική και οργανωτική ικανότητα, σημαντική έκπτωση της λειτουργίας της διατήρησης προσοχής, προβλήματα μεταγνωστικού τύπου, αδύναμα κίνητρα για μάθηση, παθητικό προφίλ μαθητή με χαμηλές αυτο-προσδοκίες και αυτοεκτίμηση. Με την ολοκλήρωση αυτής της ενότητας, οι επιμορφούμενοι θα είναι σε θέση να ορίζουν τις έννοιες των μαθησιακών δυσκολιών και της δυσλεξίας, να γνωρίσουν τις κατηγορίες, τα αίτια και τα χαρακτηριστικά των παιδιών με ΜΔ και δυσλεξία, αλλά και θα παροτρυνθούν στη χρήση συμπεριληπτικών τεχνικών για τη διδασκαλία μαθητών με μαθησιακές δυσκολίες.
Οι Διαταραχές του Αυτιστικού Φάσματος (ΔΑΦ) περιγράφουν μια διά βίου κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ελλείψεις στην κοινωνική συναλλαγή, διαταραγμένη λεκτική και μη-λεκτική επικοινωνία, περιορισμένο εύρος ενδιαφερόντων, φαντασίας και ευελιξίας, και διαταραγμένη πρόσληψη και επεξεργασία αισθητηριακών ερεθισμάτων. Αναφέρονται σε μια ομάδα νευροαναπτυξιακών διαταραχών που εμφανίζονται στην πρώιμη παιδική ηλικία και παραμένουν καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής, εξαιτίας αναπτυξιακών δυσλειτουργιών του κεντρικού νευρικού συστήματος. Με την ολοκλήρωση
αυτής της ενότητας, οι επιμορφούμενοι θα είναι σε θέση να ορίζουν τις έννοιες των Διαταραχών Αυτιστικού Φάσματος και του αυτισμού, να αναγνωρίσουν την αιτιολογία, τα χαρακτηριστικά και τις εκπαιδευτικές προσεγγίσεις των ατόμων με αυτισμό, να καταλάβουν τις προκλήσεις που συναντούν οι εκπαιδευτικοί σχετικά με την ένταξη των αυτιστικών παιδιών και να παροτρυνθούν οι εκπαιδευόμενοι στη χρήση συμπεριληπτικών τεχνικών για τη διδασκαλία μαθητών με ΔΑΦ.
Στο χώρο της εκπαίδευσης και σύμφωνα με τη δυνατότητα του ατόμου να προσλαμβάνει και να κατανοεί την ομιλούμενη γλώσσα, κωφό είναι το άτομο το οποίο, λόγω της ακουστικής του απώλειας – αυτή είναι συνήθως μεγαλύτερη από 70 dB σε όλες τις συχνότητες –, συναντά εμπόδια στην κατανόηση της ομιλίας μέσω του ακουστικού καναλιού, είτε χρησιμοποιεί είτε όχι ακουστικά βαρηκοΐας ή άλλα τεχνικά βοηθήματα. Αντίστοιχα, βαρήκοο είναι το άτομο το οποίο λόγω της ακουστικής του απώλειας – αυτή είναι συνήθως μεταξύ 25-69 dB σε όλες τις συχνότητες –, συναντά δυσκολίες, αλλά δεν παρεμποδίζεται στην κατανόηση της ομιλίας μέσω του ακουστικού καναλιού, είτε χρησιμοποιεί είτε όχι ακουστικά βαρηκοΐας ή άλλα τεχνικά βοηθήματα. Με την ολοκλήρωση αυτών των ενοτήτων, οι επιμορφούμενοι θα είναι σε θέση να διακρίνουν τους όρους «προγλωσσική» και «μεταγλωσσική κωφότητα», «νευροαισθητήρια βαρηκοΐα», «βαρηκοΐα αγωγιμότητας» και «βαρηκοΐα μεικτού τύπου», «αμφοτερόπλευρη βαρηκοΐα» και «μονόπλευρη βαρηκοΐα», να αναγνωρίζουν το βαθμό της ακουστικής απώλειας ως ελάχιστη (16-25 dB), ήπια (26-40 dB), μέτρια (41-55 dB), μέτρια προς σοβαρή (56-70 dB), σοβαρή (71-90 dB) και πλήρη (91+ dB), να προσδιορίζουν τη σύγχρονη πραγματικότητα που αφορά την ακαδημαϊκή πρόσβαση των ΚΒ φοιτητών και να εμβαθύνουν στους εξωτερικούς και εσωτερικούς παράγοντες που επηρεάζουν την πρόσβαση των ΚΒ φοιτητών.
Παιδιά με προβλήματα όρασης θεωρούνται αυτά με χαμηλή όραση τα οποία χρησιμοποιούν το αλφάβητο των βλεπόντων και αυτά με λίγη ή καθόλου όραση που χρησιμοποιούν το σύστημα Braille. Τα άτομα με προβλήματα όρασης προσέχουν και αξιοποιούν περισσότερο τα ηχητικά ερεθίσματα (θορύβους αυτοκινήτων, υφή της φωνής και το στυλ της ομιλίας, ήχους της φύσης της πόλης και του εργασιακού περιβάλλοντος κ.α.), προσέχουν και αξιοποιούν περισσότερο τα οσφρητικά ερεθίσματα (μέσω αγγίγματος αντικειμένων, προσώπων, υλικών, ειδικών συσκευών ή εξαρτημάτων κ.α.), συχνά μπορεί να αισθάνονται πιο περιορισμένα, ανασφαλή και να διστάζουν να πάρουν πρωτοβουλίες, ενδέχεται να παρουσιάζουν δυσκολίες στην κοινωνικοποίησή τους, καθώς και στην προσαρμογή τους σε ομάδες συνομηλίκων, συναντούν εμπόδια σε δεξιότητες αυτοεξυπηρέτησης (π.χ. τροφή, βάδιση, κινητικότητα, ανάπτυξη λόγου κ.α.), μπορεί να χαρακτηρίζονται από έντονο φόβο και ντροπή για την αναπηρία τους, με αποτέλεσμα να προσπαθούν να κρύψουν την αναπηρία τους και τις διάφορες δυσκολίες τους, νιώθουν συχνά πως δεν είναι αυτόνομα, αλλά εξαρτώνται από τρίτους στην καθημερινότητά τους. Με την ολοκλήρωση αυτής της ενότητας, οι επιμορφούμενοι θα είναι σε θέση να διακρίνουν ποια είναι τα παιδιά με προβλήματα όρασης, να αναγνωρίζουν τις κατηγορίες ατόμων με προβλήματα όρασης και τους διάφορους ορισμούς της τυφλότητας και της μερικής τύφλωσης, να συνειδητοποιήσουν τη σχετικότητα των υπαρχόντων ορισμών και να προσεγγίσουν θέματα εκπαίδευσης των ατόμων με αναπηρίες όρασης.
Η διαφοροποίηση είναι ένας καινοτόμος τρόπος αποτελεσματικής διδασκαλίας και μάθησης, που βασίζεται στην παραδοχή ότι οι μαθητές μαθαίνουν καλύτερα όταν οι δάσκαλοί τους λαμβάνουν υπόψιν τους τις διαφορές τους στα επίπεδα ετοιμότητας, τα ενδιαφέροντά τους και τα μαθησιακά τους προφίλ. Σύμφωνα με τη διαφοροποιημένη διδασκαλία, οι εκπαιδευτικοί τροποποιούν το περιεχόμενο της μάθησης, τις διδακτικές μεθόδους, τα διδακτικά μέσα, τις μαθητικές δραστηριότητες και τα μαθησιακά προϊόντα, ώστε να ανταποκριθούν στα ατομικά χαρακτηριστικά του κάθε μαθητή τους, με στόχο να μεγιστοποιηθούν οι μαθησιακές εμπειρίες και δυνατότητές τους. Με την ολοκλήρωση αυτής της ενότητας, οι επιμορφούμενοι θα είναι σε θέση να προσδιορίζουν την έννοια της διαφοροποίησης, να επισημαίνουν τα χαρακτηριστικά και τα πλεονεκτήματα της διαφοροποιημένης διδασκαλίας, να διακρίνουν τις προϋποθέσεις της διαφοροποιημένης διδασκαλίας, να κατανοήσουν το ρόλο του εκπαιδευτικού στη διαφοροποιημένη διδασκαλία, να αναγνωρίσουν τη σημασία της αξιολόγησης στη διαφοροποιημένη διδασκαλία, να προσδιορίζουν τη συμβολή των ΤΠΕ στη διαφοροποιημένη διδασκαλία, να διακρίνουν τους τομείς παρέμβασης της διαφοροποιημένης διδασκαλίας και να σχεδιάζουν διαφοροποιημένα σχέδια διδασκαλίας.
Ο αυτοπροσδιορισμός είναι ένας συνδυασμός δεξιοτήτων, γνώσεων και πεποιθήσεων, που καθιστούν ικανό ένα άτομο να εμπλέκεται σε αυτορρυθμιζόμενη και αυτόνομη συμπεριφορά. Συστατικά στοιχεία του αυτοπροσδιορισμού αποτελούν οι δεξιότητες λήψης αποφάσεων και επιλογών (choice/decision making skills), οι δεξιότητες επίλυσης προβλημάτων (problem-solving skills), οι δεξιότητες καθορισμού και επίτευξης στόχων (goal-setting and attainment skills), ο εσωτερικός τόπος ελέγχου (internal locus of control), η αυτοαποτελεσματικότητα (self-efficacy), η προσδοκία για το αποτέλεσμα (outcome expectancy) και η αυτογνωσία (self-knowledge). Η συνηγορία του εαυτού περιλαμβάνει τη γνώση του εαυτού (knowledge of self), τη γνώση των δικαιωμάτων (knowledge of rights), την επικοινωνία (communication) και την ηγεσία (leadership) Με την ολοκλήρωση αυτής της ενότητας, οι επιμορφούμενοι θα είναι σε θέση να επισημαίνουν τα εμπόδια που συναντούν τα άτομα με αναπηρίες στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, να κατανοήσουν την έννοια, τα συστατικά στοιχεία και τα οφέλη του αυτοπροσδιορισμού, να αναγνωρίζουν τη σημασία του αυτοπροσδιορισμού στην ακαδημαϊκή πορεία των ατόμων με αναπηρία, να κατανοήσουν τη σημασία του αυτοπροσδιορισμού για τα άτομα χωρίς αναπηρία, να προσδιορίζουν τους παράγοντες που επηρεάζουν τις δεξιότητες αυτοπροσδιορισμού των ατόμων με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, να προσεγγίζουν την έννοια της συνηγορίας του εαυτού και τα συστατικά της στοιχεία, να εμβαθύνουν στην έννοια της συνηγορίας του εαυτού και στη σημασία της για τα άτομα με αναπηρίες, να διακρίνουν την έννοια της αυτοαποτελεσματικότητας» (self-efficacy) από την έννοια της αυτοαντίληψης (self-concept).
Στο συγκεκριμένο μάθημα θα εξετασθούν τα ζητήματα του εκπαιδευτικού και κατά συνέπεια του κοινωνικού αποκλεισμού ατόμων με αναπηρίες και ο βαθμός στον οποίο είναι δυνατόν να τύχουν ίσων ευκαιριών και δίκαιης μεταχείρισης. Θα εξετασθεί η εκπαίδευση της συμπερίληψης και θα αναλυθούν οι όροι της ενσωμάτωσης, ένταξης και συμπερίληψης. Είναι γεγονός ότι οι ανισότητες που υφίστανται στο κοινωνικό περιβάλλον εμφανίζονται και στο περιβάλλον του σχολείου, μέσα στο οποίο ενδεχομένως αυξάνονται ή μειώνονται και συντηρούνται ή όχι. Οι ερμηνείες γύρω από τη συμπεριληπτική εκπαίδευση είναι πολλές, ανάλογα με τον τρόπο που ο καθένας εμπλέκεται στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Γενικότερα η ιδέα της συμπερίληψης υφίσταται στα αναλυτικά προγράμματα και αντικατοπτρίζει όχι μονάχα την τοποθέτηση του κάθε μαθητή με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες στο σχολείο τυπικής ανάπτυξης, αλλά και τη δημιουργία εκείνων των συνθηκών μάθησης, οι οποίες θα μπορούσαν να φανούν χρήσιμες για την εκπαίδευση όλων των παιδιών, ανεξάρτητα από τις αδυναμίες που κάποια από αυτά εμφανίζουν. Σύμφωνα με το συμπεριληπτικό μοντέλο, τα σχολεία και το εκπαιδευτικό σύστημα προσπαθούν να αντιμετωπίσουν όλους τους μαθητές μέσα από προσαρμοσμένες στρατηγικές, ώστε όλοι να είναι εφικτό να ανταποκριθούν. Κύριος στόχος είναι η εκπαίδευση όλων των παιδιών ανεξάρτητα από τη διαφορετικότητα ή τις δυσκολίες που ίσως παρουσιάζουν, ώστε να καταπολεμηθούν οι διακρίσεις και να δημιουργηθούν οι βάσεις για μια εκπαίδευση για όλους.
Η συμβουλευτική αποτελείται από μια σαφώς οργανωμένη και επιτρεπτική σχέση, που παρέχει στον πελάτη τη δυνατότητα να αποκτήσει αυτογνωσία σε βαθμό που να μπορεί να κάνει θετικά βήματα προς την κατεύθυνση που του έχει υποδείξει ο νέος του προσανατολισμός. Η συμβουλευτική συνίσταται σε μια σειρά άμεσων επαφών με το άτομο, που αποσκοπούν στο να του προσφέρουν βοήθεια, ώστε να αλλάξει τις στάσεις και τη συμπεριφορά του. Η συμβουλευτική των οικογενειών με παιδιά με ειδικές ανάγκες και ιδιαίτερες ευαισθησίες αποτελεί ένα ξεχωριστό κομμάτι της συμβουλευτικής, που μόνο τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να αναπτύσσεται. Οι παραδοσιακές μέθοδοι ανατροφής, ανάλογα με το πολιτισμικό πλαίσιο, δε δίνουν απαντήσεις στα ιδιαίτερα προβλήματα, που προκαλεί η αναπηρία. Η ανάγκη της οικογένειας για καθοδήγηση, υποστήριξη και συμβουλευτική είναι, συνήθως, μακροχρόνια. Η κατανόηση των ιδιαιτεροτήτων της διαταραχής, η αποδοχή των δυσκολιών και η προσαρμογή δεν είναι εύκολη διαδικασία. Οι γονείς χρειάζονται χρόνο και υποστήριξη προκειμένου να αποδεχθούν τα προβλήματα και να αναθεωρήσουν τις προσδοκίες για το μέλλον του παιδιού και της οικογένειας. Η συνεργασία μεταξύ των επαγγελματιών με τους γονείς συνιστά έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες για την επιτυχή έκβαση ενός προγράμματος παρέμβασης. Οι στάσεις των ειδικών και οι επιθυμίες των γονέων δε θα πρέπει σε καμία περίπτωση να αφήνουν περιθώρια για ανταγωνιστικές σχέσεις.
Οι παράγοντες που θεωρούνται ουσιαστικοί για μια θετική σχέση με τους γονείς, σύμφωνα με τα ευρήματα μιας σειράς ερευνών είναι: Ενίσχυση της επάρκειας των γονιών, δημιουργία ενός οικογενειακού περιβάλλοντος που συμβάλλει στην ανάπτυξη του παιδιού, ενθάρρυνση της αλληλεπίδρασης και της επικοινωνίας μεταξύ γονέων – παιδιών, συμβουλευτική γονέων για τις προοπτικές της εξέλιξης του παιδιού, αντιμετώπιση της προσωπικής και οικογενειακής δυναμικής, δημιουργία ενός πλαισίου διαλόγου μεταξύ γονιών και επαγγελματιών για τα προγράμματα πρώιμης παρέμβασης και δημιουργία κοινωνικών σχέσεων.
Καθηγήτρια
Πρόεδρος Τμήματος Δημόσιας και Κοινοτικής Υγείας
Διευθύντρια Εργαστηρίου Υγιεινής και Επιδημιολογίας